- ἀνατέλλοντος
- ἀνατέλλωmake to rise uppres part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
AGNINA — in Gloss. Graeco Lat. ἄρνειον κρέας, apud Annam Comnenam Alexiad. l. 8. p. 230. ἀλλ: ἡλίου ἀνατέλλοντος λύκου ἢἀρνίου κρέας ἐ???όμεθα. Sed Sole oriente lupinam seu agninam comedimus; laudatam Car. du Fresne Glossar. Agnina pellis una cum lana, in … Hofmann J. Lexicon universale
ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… … Dictionary of Greek
παράσημο — Διακριτικό σήμα, που απονέμεται από το κράτος ως ηθική ανταμοιβή για ιδιαίτερες υπηρεσίες προς το έθνος, την κοινωνία, τις επιστήμες, τα γράμματα κλπ. Η προέλευσή του συνδέεται με τα θρησκευτικά τάγματα και τα τάγματα των ιπποτών που… … Dictionary of Greek